τόκων

τόκων
τόκος
childbirth
masc gen pl
τοκάω
to be near delivery
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
τοκάω
to be near delivery
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιοποίηση — Όρος που ως οικονομική έννοια σημαίνει τη διαδικασία μετατροπής του εισοδήματος σε κεφάλαιο ή παλαιών κεφαλαίων σε νέα κεφάλαια. Στα οικονομικά μαθηματικά, η κ. παίρνει τη σημασία πράξεων, με τις οποίες προστίθενται σε ένα κεφαλαίο οι… …   Dictionary of Greek

  • αντίχρηση — (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά …   Dictionary of Greek

  • αποδυνάμωση δικαιώματος — Η μερική ή ολική ανάλωση ενός δικαιώματος επειδή δεν έχει ασκηθεί, ανεξάρτητα προς την εξαφάνιση του δικαιώματος εξαιτίας παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας. Σε περίπτωση α.δ. που κρίνεται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η μεταγενέστερη… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοποίηση — η 1. μετατροπή των τόκων που δεν εισπράχθηκαν σε κεφάλαιο, δηλ. πρόσθεση των τόκων στο ποσό του δανείου. 2. υπολογισμός της αξίας χτήματος ή επιχείρησης με βάση τα έσοδα που λογίζονται ως τόκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • CLINICI — Graecis Κλινικοὶ, Latinis Lectuales, dicebantur, qui diuturnô, difficili ac tabificô morbô afflicti, lectum servare bantur. Sic in Vita Caroli M. apud Canisium legitur, urorem eum suam quondam repudiâsse, quod esset clinica, h. e. morbosa etc.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LECTIS honestiores olim Romae efferebantur (In) — In LECTIS honestiores olim Romae efferebantur Propert. l. 4. Eleg. 7. v. 30. Iussisses lectum lentius ire tuum. Torum vocat Mart. 1. 8. Epigr. 44. v. 14. cuius Epigraphe ad Titullum, qui farciebatur papyro, scirpo et aliâ omni materiâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ONERIS Excussio — Graece Σεισάχθεια, blande dicta est lex Solonis, quâ, plebi Atticae aere alienô a divitibus oppressae consulturus, iussit τὰ ὑπάρχοντα τῶ χρεῶν ἀνεῖςθαι, aes alienum quod erat remitti, et novas tabulas fieri. Quod vero factum οὐκ ἀποκοπῇ χρεῶν,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”